- μουτσουνάρα
- η [μουτσούνα]1. μεγάλη μουτσούνα («είχε κατεβασμένη μια μουτσουνάρα τρεις πήχες»)2. (με άρθρ. και με γεν. τής προσωπικής αντωνυμίας) η μουστουνάρα μου, σου, τουεγώ, εσύ, αυτός («μίλησε και η μουτσουνάρα του»).
Dictionary of Greek. 2013.